Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2013

Αλίμονο

Έκανε καφέ και κάθισε κοντά στο παράθυρο. Σταμάτησε να σκέφτεται οτιδήποτε και απλά αισθάνθηκε ωραία. Πόσο καιρό είχε να αισθανθεί έτσι ούτε η ίδια θυμόταν. Δούλευε πολλές ώρες, χωρίς ρεπό, για χρήματα που έπαιρνε έμοιαζαν με χαρτζιλίκι αλλά δεν την ένοιαζε. Της έφτανε το γεγονός ότι με αυτά τα χρήματα μπορούσε να πληρώνει για την «ελευθερία» της. Τα πράγματα όμως δεν ήταν τόσο απλά. Μέρα με τη μέρα γίνονταν όλο και πιο «μαύρα».
Θυμήθηκε αυτό που είχε ακούσει κάπου ότι η κρίση μας φέρνει πιο κοντά στον συνάνθρωπο και γέλασε. Πόσο ψέμα θα μπορούσε να είναι αυτό, σκέφτηκε. Εκείνη είχε δει με τα μάτια της πως στην κρίση οι άνθρωποι (αν όχι όλοι οι περισσότεροι) μοιάζουν πιο πολύ με ζώα. Αυτός ήταν ο λόγος που παραιτήθηκε. Δεν άντεχε να δουλεύει με κτήνη. Δεν άντεχε την ψυχική κακοποίηση. Όλοι της έλεγαν να μην παραιτηθεί σε τόσο δύσκολους καιρούς αλλά όταν τους περιέγραφε μια μέρα στη δουλειά τότε όλοι της έλεγαν πως άντεξε τόσο καιρό. Δούλεψε μαζί με τα «ζώα» μέχρι που κάλυψε τα έξοδα του επόμενου μήνα και σηκώθηκε και έφυγε. Και να λοιπόν που είναι πάλι χωρίς δουλειά και χωρίς προοπτικές. Αλλά ήρεμη. Όπως είχε γράψει και σε έναν φίλο της, «Τώρα έχω την ηρεμία μου και ας είναι το μόνο που έχω».
 Ένα πράγμα σκεφτόταν και μουρμούριζε συνέχεια, « Αλίμονο». Αλίμονο σε όσους θα πρέπει να γίνει ο βίος τους αβίωτος για να βρουν δουλειά. Αλίμονο σε όσους αφού βρουν δουλειά θα πρέπει να ανέχονται τον κάθε κομπλεξικό- ηλίθιο- ψυχασθενή- εκμεταλλευτή εργοδότη για ψίχουλα. Αλίμονο σε όσους δεν βλέπουν κανέναν μέλλον, κανένα φως  καμία ελπίδας. Αλίμονο σε αυτούς που δεν έχουν κανέναν στήριγμα από πουθενά. Αλίμονο….